ασιγούρευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασιγούρευτος < α- + σιγουρευτ- (σιγουρεύω) + -τος < σίγουρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.siˈɣu.ɾe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σι‐γού‐ρευ‐τος
Επίθετο επεξεργασία
ασιγούρευτος, -η, -ο
- που δεν έχει σιγουρευτεί