αρχιτεμπέλαρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχιτεμπέλαρος < αρχι- + τεμπέλ(ης) + μεγεθυντικό επίθημα -αρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχιτεμπέλαρος αρσενικό
- (οικείο) άλλη μορφή του αρχιτεμπέλης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχιτεμπέλαρος
|