Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχιράπτρια οι αρχιράπτριες
      γενική της αρχιράπτριας των αρχιραπτριών
    αιτιατική την αρχιράπτρια τις αρχιράπτριες
     κλητική αρχιράπτρια αρχιράπτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχιράπτρια < αρχιράπ(της) απλοποιημένη γραφή του ἀρχιρράπτης + κατάληξη θηλυκού -τρια ή αρχι- + ράπτρια ή λόγια επίδραση στο αρχιράφτρα Δείτε τον γαλλικό όρο maîtresse couturière.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.çiˈɾa.ptɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χι‐ρά‐πτρι‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχιράπτρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία