Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχιράφτρα οι αρχιράφτρες
      γενική της αρχιράφτρας
    αιτιατική την αρχιράφτρα τις αρχιράφτρες
     κλητική αρχιράφτρα αρχιράφτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχιράφτρα < αρχιράφτης + κατάληξη θηλυκού -τρα, αρχι- + ράφτρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχιράφτρα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αρχιράφτης