Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιράπτης οι αρχιράπτες
      γενική του αρχιράπτη των αρχιραπτών
    αιτιατική τον αρχιράπτη τους αρχιράπτες
     κλητική αρχιράπτη αρχιράπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχιράπτης < αρχι- + ράπτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχιράπτης αρσενικό (θηλυκό αρχιράπτρια)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία