Δείτε επίσης: Ράπτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ράπτης οι ράπτες
      γενική του ράπτη των ραπτών
    αιτιατική τον ράπτη τους ράπτες
     κλητική ράπτη ράπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ράπτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥάπτης[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾa.ptis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρά‐πτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ράπτης αρσενικό (θηλυκό ράπτρια)

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία