αρμπουρέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρμπουρέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική arboretto < arboro < λατινική arbor < παλαιά λατινικά arbōs / arbōsis < πρωτοϊταλική *arðōs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erHdʰ- (μεγάλος, αναπτύσσομαι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρμπουρέτο αρσενικό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) άλλη μορφή του άρμπουρο / άλμπουρο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το ψηλότερο (μπροστά ή πίσω) άρμπουρο ενός ιστιοφόρου
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το πίπολο