Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρμπουρέτο τα αρμπουρέτα
      γενική του αρμπουρέτου των αρμπουρέτων
    αιτιατική το αρμπουρέτο τα αρμπουρέτα
     κλητική αρμπουρέτο αρμπουρέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμπουρέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική arboretto < arboro < λατινική arbor < παλαιά λατινικά arbōs / arbōsis < πρωτοϊταλική *arðōs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erHdʰ- (μεγάλος, αναπτύσσομαι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρμπουρέτο αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) άλλη μορφή του άρμπουρο / άλμπουρο
  2. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το ψηλότερο (μπροστά ή πίσω) άρμπουρο ενός ιστιοφόρου
  3. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το πίπολο

  Μεταφράσεις επεξεργασία