άλμπουρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άλμπουρο | τα | άλμπουρα |
γενική | του | άλμπουρου | των | άλμπουρων |
αιτιατική | το | άλμπουρο | τα | άλμπουρα |
κλητική | άλμπουρο | άλμπουρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άλμπουρο < (άμεσο δάνειο) βενετική alboro
Ουσιαστικό επεξεργασία
άλμπουρο ουδέτερο και άρμπουρο ουδέτερο
- το κατάρτι
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άλμπουρο
→ δείτε τη λέξη κατάρτι |