Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρκοσόλιο τα αρκοσόλια
      γενική του αρκοσόλιου
αρκοσολίου
των αρκοσόλιων
αρκοσολίων
    αιτιατική το αρκοσόλιο τα αρκοσόλια
     κλητική αρκοσόλιο αρκοσόλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρκοσόλιο < αγγλική arcosolium < λατινική arcus + solium

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρκοσόλιο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • ἀρκοσόλιο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία