σαρκοφάγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- σαρκοφάγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σαρκοφάγος < σάρξ + τρώγω (αόριστος ἔφαγον)-φάγος
Επίθετο επεξεργασία
σαρκοφάγος -α / -ος, -ο
- που τρέφεται (αποκλειστικά) με σάρκες, με κρέας
- (ζωολογία) ζώο που ανήκει στην τάξη των Σαρκοφάγων
- οι τίγρεις είναι σαρκοφάγα ζώα
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαρκοφάγος
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
σαρκοφάγος< ελληνιστική κοινή σαρκοφάγος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική σαρκοφάγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαρκοφάγος θηλυκό
- (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) αρχαίο φέρετρο μέσα στο οποίο τοποθετούσαν τους νεκρούς
- ※ Αρχαιολόγοι και υπάλληλοι του υπουργείου Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου αποκάλυψαν τα ευρήματα από την τεράστια γρανιτένια σαρκοφάγο, που πριν δύο εβδομάδες βρέθηκε ανέπαφη για 2.000 χρόνια στην περιοχή Σίντι Γκάμπερ της Αλεξάνδρειας. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, η μυστηριώδης σαρκοφάγος θα μπορούσε να περιέχει τη σορό του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή μια θανατηφόρα κατάρα του Φαραώ, που θα σκότωνε όποιον την άνοιγε. (www.efsyn.gr, 20.07.2018)