αργόμισθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾˈɣo.mi.sθos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γό‐μι‐σθος
Επίθετο επεξεργασία
αργόμισθος, -η, -ο
- που αμείβεται με μισθό χωρίς να εργάζεται
Μεταφράσεις επεξεργασία
αργόμισθος
|