αργουλιέμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αργουλιέμαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
αργουλιέμαι
- (σπάνιο, παρωχημένο) (Ήπειρος) (συνήθως για σκυλιά) ωρύομαι, ουρλιάζω
- ※ Σε γρέκι, σ' έρημο μαντρί ένα σκυλί αργουλιέται κι ο γκιώνης στην κουφάλα του στενάζει και χτυπιέται (Σπύρος Μουσελίμης, Αφήστε τους παλιούς θεούς, Παραμυθιά 6 Μάη '8, δημοσιευμένο στο Ελεύθερο Πνεύμα, 13ος χρόνος, τεύχος 52, Απρίλης-Μάης-Ιούνης 1984 -ΣτΕ: σημειώνεται ότι ο Μουσελίμης (1898-1984) ήταν δάσκαλος της Θεσπρωτίας [1])
Κλίση επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αργουλιέμαι
|
Πηγές επεξεργασία
- Πρεβεζάνικα Χρονικά, τεύχος 57-58, Δήμος Πρέβεζας ‒ Δημοτική Βιβλιοθήκη Πρέβεζας, 2021