Δείτε επίσης: Γκιώνης, Γκιόνης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκιώνης οι γκιώνηδες
      γενική του γκιώνη των γκιώνηδων
    αιτιατική τον γκιώνη τους γκιώνηδες
     κλητική γκιώνη γκιώνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɟo.nis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκιώνης αρσενικό (ηχομιμητική λέξη)

Δείτε επίσης επεξεργασία