Δείτε επίσης: ἀργολογῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αργολογώ < μεσαιωνική ελληνική ἀργολογῶ < αρχαία ελληνική ἀργός + λέγω αργο-

  Ρήμα επεξεργασία

αργολογώ

  1. αερολογώ, φλυαρώ
  2. αφαιρώ από το αμπέλι τους αργούς, τους άχρηστους βλαστούς, τις παραφυάδες
     συνώνυμα: βλαστοκοπώ, κορφολογώ
    Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε, ἐμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η σταχομαζώχτρα)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία