βλαστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βλαστός | οι | βλαστοί |
γενική | του | βλαστού | των | βλαστών |
αιτιατική | τον | βλαστό | τους | βλαστούς |
κλητική | βλαστέ | βλαστοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλαστός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βλαστός < βλαστάνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
βλαστός αρσενικό
- (βοτανική) μέρος φυτού που στηρίζει τα φύλλα και τα άνθη και μεταφέρει νερό από τις ρίζες στα φύλλα
- (μεταφορικά) το βλαστάρι μιας μάνας
Συγγενικά επεξεργασία
με το -βλάστη