αραχνώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αραχνώδης < αρχαία ελληνική ἀραχνώδης / ἀραχνιώδης / ἀραχνοειδής < ἀράχνη
Επίθετο επεξεργασία
αραχνώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει με ιστό αράχνης
- αραχνοΰφαντος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αράχνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αραχνώδης