αραχνοφοβικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αραχνοφοβικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αραχνοφοβικός, -ή, -ό
- (ψυχιατρική) που έχει φοβία για τις αράχνες
Μεταφράσεις επεξεργασία
αραχνοφοβικός
|
αραχνοφοβικός, -ή, -ό
|