απροεξόφλητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
απροεξόφλητος, -η, -ο
- που δεν έχει προεξοφληθεί ή δεν μπορεί να προεξοφληθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απροεξόφλητος