αποφασιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποφασιστικός < αποφασίζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décisif)
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αποφασιστικός, -ή, -ό
- που αποφασίζει γρήγορα, χωρίς να διστάζει από τους κινδύνους ή τις δυσκολίες που αναφύονται
- καθοριστικός
Συγγενικά επεξεργασία
- αποφασιστικά
- αποφασιστικότητα
- → δείτε τη λέξη αποφασίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- αποφασιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας