αποστόμωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποστόμωση | οι | αποστομώσεις |
γενική | της | αποστόμωσης* | των | αποστομώσεων |
αιτιατική | την | αποστόμωση | τις | αποστομώσεις |
κλητική | αποστόμωση | αποστομώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστομώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποστόμωση < αποστομώνω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποστόμωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποστομώνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποστομώνω και στόμα