Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποστομώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποστομόω / ἀποστομῶ + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

αποστομώνω (παθητική φωνή: αποστομώνομαι)

  • οδηγώ κάποιον, με τα επιχειρήματα που λέω, στο να μην μπορεί να απαντήσει ή να συνεχίσει να υποστηρίζει τη θέση του

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία