Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποστατικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποστατικ
ός
η
αποστατικ
ή
το
αποστατικ
ό
γενική
του
αποστατικ
ού
της
αποστατικ
ής
του
αποστατικ
ού
αιτιατική
τον
αποστατικ
ό
την
αποστατικ
ή
το
αποστατικ
ό
κλητική
αποστατικ
έ
αποστατικ
ή
αποστατικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποστατικ
οί
οι
αποστατικ
ές
τα
αποστατικ
ά
γενική
των
αποστατικ
ών
των
αποστατικ
ών
των
αποστατικ
ών
αιτιατική
τους
αποστατικ
ούς
τις
αποστατικ
ές
τα
αποστατικ
ά
κλητική
αποστατικ
οί
αποστατικ
ές
αποστατικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποστατικός
<
αποστάτης
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
αποστατικός, -ή, -ό
(
πολιτική
) (
θρησκεία
) που έχει
σχέση
με τον
αποστάτη
ή την
αποστασία
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
αποστάτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποστατικός
αγγλικά
:
apostatic
(en)
,
apostate
(en)
,
renegade
(en)