αποσταγματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αποσταγματικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με το απόσταγμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (μεταφορικά) που έχει σχέση με το απόσταγμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσταγματικός
|