Δείτε επίσης: αποσταγμένος, αποστακτικός, αποστάξιμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσταγματικός η αποσταγματική το αποσταγματικό
      γενική του αποσταγματικού της αποσταγματικής του αποσταγματικού
    αιτιατική τον αποσταγματικό την αποσταγματική το αποσταγματικό
     κλητική αποσταγματικέ αποσταγματική αποσταγματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσταγματικοί οι αποσταγματικές τα αποσταγματικά
      γενική των αποσταγματικών των αποσταγματικών των αποσταγματικών
    αιτιατική τους αποσταγματικούς τις αποσταγματικές τα αποσταγματικά
     κλητική αποσταγματικοί αποσταγματικές αποσταγματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσταγματικός < απόσταγμα + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

αποσταγματικός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με το απόσταγμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. (μεταφορικά) που έχει σχέση με το απόσταγμα ή αναφέρεται σ’ αυτό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία