Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόσταγμα τα αποστάγματα
      γενική του αποστάγματος των αποσταγμάτων
    αιτιατική το απόσταγμα τα αποστάγματα
     κλητική απόσταγμα αποστάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόσταγμα < (ελληνιστική κοινήἀπόσταγμα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική distillat)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόσταγμα ουδέτερο

  1. ό,τι έχει αποσταχτεί, ό,τι έχει προκύψει από απόσταξη
  2. (μεταφορικά) η ουσία, το βαθύτερο νόημα, το σημαντικότερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία