Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσκληραίνω <

  Ρήμα επεξεργασία

αποσκληραίνω (παθητική φωνή: αποσκληραίνομαι) (Χρειάζεται επεξεργασία)

  1. κάνω πιο σκληρό
    1. κάνω κάτι πιο σκληρό ή ολοκληρώνω τη διαδικασία της σκλήρυνσης (όπως στη γεωλογία, ορυκτολογία)
    2. (μεταφορικά) κάνω κάποιον να γίνει σκληρός και άκαρδος
  2. αφαιρώ τη σκληρότητα (όπως από το νερό)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Παθητική φωνή → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • s.v. «αποσκληρύνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)