Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποσκληρυντικό τα αποσκληρυντικά
      γενική του αποσκληρυντικού των αποσκληρυντικών
    αιτιατική το αποσκληρυντικό τα αποσκληρυντικά
     κλητική αποσκληρυντικό αποσκληρυντικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσκληρυντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αποσκληρυντικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποσκληρυντικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αποσκληρυντικό