αποσκελετωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσκελετωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποσκελετώνω
Μετοχή επεξεργασία
αποσκελετωμένος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σκελετός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσκελετωμένος
|