Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκελετωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκελετωμέν
ος
η
σκελετωμέν
η
το
σκελετωμέν
ο
γενική
του
σκελετωμέν
ου
της
σκελετωμέν
ης
του
σκελετωμέν
ου
αιτιατική
τον
σκελετωμέν
ο
τη
σκελετωμέν
η
το
σκελετωμέν
ο
κλητική
σκελετωμέν
ε
σκελετωμέν
η
σκελετωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκελετωμέν
οι
οι
σκελετωμέν
ες
τα
σκελετωμέν
α
γενική
των
σκελετωμέν
ων
των
σκελετωμέν
ων
των
σκελετωμέν
ων
αιτιατική
τους
σκελετωμέν
ους
τις
σκελετωμέν
ες
τα
σκελετωμέν
α
κλητική
σκελετωμέν
οι
σκελετωμέν
ες
σκελετωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκελετωμένος
<
σκελετός
+
-ωμένος
Μετοχή
επεξεργασία
σκελετωμένος, -η, -ο
πάρα πολύ
αδύνατος
, σαν
σκελετός
Συνώνυμα
επεξεργασία
κάτισχνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκελετωμένος
γαλλικά
:
squelettique
(fr)