αποπτύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποπτύω < αρχαία ελληνική ἀποπτύω < ἀπό + πτύω
Ρήμα επεξεργασία
αποπτύω
- (αρχαιοπρεπές) φτύνω κάτι, το βγάζω από το στόμα μου, συνήθως όχι σάλιο αλλά κάτι άλλο που είχα βάλει προηγουμένως στο στόμα μου