spit
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
spit | spits |
spit (en)
- το φτύσιμο
Ρήμα 1 επεξεργασία
ενεστώτας | spit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spits |
αόριστος | spat, spit |
παθητική μετοχή | spat, spit |
ενεργητική μετοχή | spitting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
spit (en)
- φτύνω
- ↪ Do not spit out the pill. - Μη φτύσεις το χάπι.
Ρήμα 2 επεξεργασία
ενεστώτας | spit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spits |
αόριστος | spitted |
παθητική μετοχή | spitted |
ενεργητική μετοχή | spitting |
spit (en)