αποπροσωποποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποπροσωποποίηση | οι | αποπροσωποποιήσεις |
γενική | της | αποπροσωποποίησης* | των | αποπροσωποποιήσεων |
αιτιατική | την | αποπροσωποποίηση | τις | αποπροσωποποιήσεις |
κλητική | αποπροσωποποίηση | αποπροσωποποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπροσωποποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποπροσωποποίηση < αποπροσωποποιώ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποπροσωποποίηση θηλυκό
- (λόγιο) η απώλεια ή η αφαίρεση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αποπροσωποποιώ
- → δείτε τις λέξεις από, πρόσωπο και όψη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποπροσωποποίηση