Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρακτηριστικό τα χαρακτηριστικά
      γενική του χαρακτηριστικού των χαρακτηριστικών
    αιτιατική το χαρακτηριστικό τα χαρακτηριστικά
     κλητική χαρακτηριστικό χαρακτηριστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρακτηριστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χαρακτηριστικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρακτηριστικό ουδέτερο

  1. αυτό που χαρακτηρίζει κάποιον ή κάτι· ιδιαίτερο ή κύριο γνώρισμα, ιδιότητα ή ποιότητα προσώπου ή πράγματος
    είναι χαρακτηριστικό αυτού του ανθρώπου η ευγένεια
  2. κάποιο γνώρισμα, ιδιότητα ή ποιότητα προσώπου ή πράγματος
    τα γενικά χαρακτηριστικά ενός τραπεζιού είναι το σχήμα της επίπεδης επιφάνειας, ο αριθμός των στηριγμάτων που την υποβαστάζουν, το υλικό κατασκευής του κλπ.
  3. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) κάτι που χαρακτηρίζει ένα αντικειμένου, το οποίο εκφράζεται με τις τιμές που λαμβάνουν μία ή περισσότερες μεταβλητές αντικειμένου (instance variable)[1] και συνηθίζεται η διαχείρισή του να γίνεται με τα properties
  4. (στον πληθυντικό) χαρακτηριστικά ουδέτερο στον πληθυντικό οι λεπτομέρειες της φυσιογνωμίας κάποιου, του προσώπου του
    ο πίνακας απεικόνιζε ρεαλιστικά τα ευγενικά χαρακτηριστικά της γυναίκας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

χαρακτηριστικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Costas Mourlas, Ph.D., Αντικειμενοστρεφής Προγραμματισμός, σελ. 21, University of Cyprus . Προσπέλαση 2019-11-15