↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απομνημονεύσιμος η απομνημονεύσιμη το απομνημονεύσιμο
      γενική του απομνημονεύσιμου της απομνημονεύσιμης του απομνημονεύσιμου
    αιτιατική τον απομνημονεύσιμο την απομνημονεύσιμη το απομνημονεύσιμο
     κλητική απομνημονεύσιμε απομνημονεύσιμη απομνημονεύσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απομνημονεύσιμοι οι απομνημονεύσιμες τα απομνημονεύσιμα
      γενική των απομνημονεύσιμων των απομνημονεύσιμων των απομνημονεύσιμων
    αιτιατική τους απομνημονεύσιμους τις απομνημονεύσιμες τα απομνημονεύσιμα
     κλητική απομνημονεύσιμοι απομνημονεύσιμες απομνημονεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απομνημονεύσιμος < (απομνημονεύω) απομνημόνευσ- + -ιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

απομνημονεύσιμος

  • που αποτυπώνεται εύκολα στην μνήμη και έχει μεγάλη πιθανότητα να παραμείνει ως καταγραφή για πολύ

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία