Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απολυμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απολυμέν
ος
η
απολυμέν
η
το
απολυμέν
ο
γενική
του
απολυμέν
ου
της
απολυμέν
ης
του
απολυμέν
ου
αιτιατική
τον
απολυμέν
ο
την
απολυμέν
η
το
απολυμέν
ο
κλητική
απολυμέν
ε
απολυμέν
η
απολυμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απολυμέν
οι
οι
απολυμέν
ες
τα
απολυμέν
α
γενική
των
απολυμέν
ων
των
απολυμέν
ων
των
απολυμέν
ων
αιτιατική
τους
απολυμέν
ους
τις
απολυμέν
ες
τα
απολυμέν
α
κλητική
απολυμέν
οι
απολυμέν
ες
απολυμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.po.liˈme.nos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α‐πο‐λυ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
απολυμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
απολύω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
απο-
&
λυμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απολυμένος
αγγλικά
:
fired
(en)