αποκρυπτογραφημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκρυπτογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποκρυπτογραφώ
Μετοχή επεξεργασία
αποκρυπτογραφημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αποκρυπτογραφώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποκρυπτογραφημένος
|