αποκλειστική γραμμή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκλειστική γραμμή < → δείτε τις λέξεις αποκλειστικός και γραμμή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dedicated line
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
αποκλειστική γραμμή (el)
- (τηλεπικοινωνίες) dedicated line: η ζεύξη που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την επικοινωνία δύο τηλεπικοινωνιακών κόμβων (nodes)
Συνώνυμα επεξεργασία
Υπερώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποκλειστική γραμμή