ζεύξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζεύξη | οι | ζεύξεις |
γενική | της | ζεύξης* | των | ζεύξεων |
αιτιατική | τη | ζεύξη | τις | ζεύξεις |
κλητική | ζεύξη | ζεύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζεύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζεύξη < αρχαία ελληνική ζεῦξις < ζεύγνυμι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζεύξη θηλυκό
- η ένωση μεταξύ δύο αντικειμένων ή ακόμα και ζώων, π.χ. για το όργωμα
- η σύνδεση δύο οχημάτων ή άλλων μηχανημάτων με σκοπό την παράλληλη λειτουργία τους
- η κατασκευή γέφυρας που ενώνει δύο αντίπερα όχθες
- το έργο της ζεύξης Ρίου - Αντιρρίου ολοκληρώθηκε ταχύτατα
- (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) → δείτε συνώνυμο κανάλι
- ※ γνωστοποιημένη μετάδοση δεδομένων βασικής ζεύξης[1]
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ένωση ή σύνδεση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.