Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκαλύψιμος η αποκαλύψιμη το αποκαλύψιμο
      γενική του αποκαλύψιμου της αποκαλύψιμης του αποκαλύψιμου
    αιτιατική τον αποκαλύψιμο την αποκαλύψιμη το αποκαλύψιμο
     κλητική αποκαλύψιμε αποκαλύψιμη αποκαλύψιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκαλύψιμοι οι αποκαλύψιμες τα αποκαλύψιμα
      γενική των αποκαλύψιμων των αποκαλύψιμων των αποκαλύψιμων
    αιτιατική τους αποκαλύψιμους τις αποκαλύψιμες τα αποκαλύψιμα
     κλητική αποκαλύψιμοι αποκαλύψιμες αποκαλύψιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκαλύψιμος < αποκαλύπτω + -μος

  Επίθετο επεξεργασία

αποκαλύψιμος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία