αποθηκάριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποθηκάριος < ελληνιστική κοινή ἀποθηκάριος < αρχαία ελληνική ἀποθήκη + ελληνιστική κοινή -άριος (< λατινική -arius)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποθηκάριος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) το άτομο που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση των υλικών που υπάρχουν σε μια αποθήκη
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτική ειδικότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποθηκάριος