Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποζημιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποζημιωμέν
ος
η
αποζημιωμέν
η
το
αποζημιωμέν
ο
γενική
του
αποζημιωμέν
ου
της
αποζημιωμέν
ης
του
αποζημιωμέν
ου
αιτιατική
τον
αποζημιωμέν
ο
την
αποζημιωμέν
η
το
αποζημιωμέν
ο
κλητική
αποζημιωμέν
ε
αποζημιωμέν
η
αποζημιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποζημιωμέν
οι
οι
αποζημιωμέν
ες
τα
αποζημιωμέν
α
γενική
των
αποζημιωμέν
ων
των
αποζημιωμέν
ων
των
αποζημιωμέν
ων
αιτιατική
τους
αποζημιωμέν
ους
τις
αποζημιωμέν
ες
τα
αποζημιωμέν
α
κλητική
αποζημιωμέν
οι
αποζημιωμέν
ες
αποζημιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποζημιωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποζημιώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αποζημιωμένος, -η, -ο
που έχει
αποζημιωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
αναποζημίωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποζημιωμένος
αγγλικά
:
compensated
(en)
γαλλικά
:
dédommagé
(fr)