Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδυναμωμένος η αποδυναμωμένη το αποδυναμωμένο
      γενική του αποδυναμωμένου της αποδυναμωμένης του αποδυναμωμένου
    αιτιατική τον αποδυναμωμένο την αποδυναμωμένη το αποδυναμωμένο
     κλητική αποδυναμωμένε αποδυναμωμένη αποδυναμωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδυναμωμένοι οι αποδυναμωμένες τα αποδυναμωμένα
      γενική των αποδυναμωμένων των αποδυναμωμένων των αποδυναμωμένων
    αιτιατική τους αποδυναμωμένους τις αποδυναμωμένες τα αποδυναμωμένα
     κλητική αποδυναμωμένοι αποδυναμωμένες αποδυναμωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδυναμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποδυναμώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αποδυναμωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποδυναμώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία