Δείτε επίσης: ἀποδεκατίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδεκατίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποδεκατίζω (παίρνω τη δεκάτη ως φόρο) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική décimer) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.ðe.kaˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐δε‐κα‐τί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

αποδεκατίζω, αόρ.: αποδεκάτισα, παθ.φωνή: αποδεκατίζομαι, π.αόρ.: αποδεκατίστηκα, μτχ.π.π.: αποδεκατισμένος

  1. φθείρω σε μεγάλο βαθμό
  2. (ειδικότερα, για πληθυσμό) σκοτώνω ομαδικά πάρα πολλούς

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις από και δέκα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία