Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.ðe.kaˈti.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐δε‐κα‐τί‐ζο‐μαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποδεκατίζομαι