Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απελπιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απελπιστικ
ός
η
απελπιστικ
ή
το
απελπιστικ
ό
γενική
του
απελπιστικ
ού
της
απελπιστικ
ής
του
απελπιστικ
ού
αιτιατική
τον
απελπιστικ
ό
την
απελπιστικ
ή
το
απελπιστικ
ό
κλητική
απελπιστικ
έ
απελπιστικ
ή
απελπιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απελπιστικ
οί
οι
απελπιστικ
ές
τα
απελπιστικ
ά
γενική
των
απελπιστικ
ών
των
απελπιστικ
ών
των
απελπιστικ
ών
αιτιατική
τους
απελπιστικ
ούς
τις
απελπιστικ
ές
τα
απελπιστικ
ά
κλητική
απελπιστικ
οί
απελπιστικ
ές
απελπιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απελπιστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
απελπιστικός
που προκαλεί
απελπισία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απελπιστικός
αγγλικά
:
dismal
(en)
γαλλικά
:
désespérant
(fr)