Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απεκκριτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απεκκριτικ
ός
η
απεκκριτικ
ή
το
απεκκριτικ
ό
γενική
του
απεκκριτικ
ού
της
απεκκριτικ
ής
του
απεκκριτικ
ού
αιτιατική
τον
απεκκριτικ
ό
την
απεκκριτικ
ή
το
απεκκριτικ
ό
κλητική
απεκκριτικ
έ
απεκκριτικ
ή
απεκκριτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απεκκριτικ
οί
οι
απεκκριτικ
ές
τα
απεκκριτικ
ά
γενική
των
απεκκριτικ
ών
των
απεκκριτικ
ών
των
απεκκριτικ
ών
αιτιατική
τους
απεκκριτικ
ούς
τις
απεκκριτικ
ές
τα
απεκκριτικ
ά
κλητική
απεκκριτικ
οί
απεκκριτικ
ές
απεκκριτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απεκκριτικός
<
απεκκρίνω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
απεκκριτικός, -ή, -ό
(
φυσιολογία
) που έχει
σχέση
με την
απέκκριση
, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
Άλλες μορφές
επεξεργασία
απεκκριτήριος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
απεκκρίνω
,
εκκρίνω
και
κρίνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
εκκριτικός
κριτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απεκκριτικός
αγγλικά
:
excretory
(en)
,
excretive
(en)
,
emunctory
(en)
,
ejaculatory
(en)