απειροελάχιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απειροελάχιστος < σύνθετη λέξη από την αρχαία ελληνική ἄπειρος (λόγ. απειρο-) + ελάχιστος <μτφρδ. γαλλ. infini ment petit, infinitésime
Επίθετο επεξεργασία
απειροελάχιστος, -η, -ο
- αυτός που είναι πάρα πολύ μικρός, ώστε δεν είναι ορατός με γυμνό μάτι
- τα μόρια του σώματος είναι απειροελάχιστα
- αυτός που έχει πολύ μικρή σημασία
- η διαφορά ανάμεσα στο Χ και στο Υ είναι απειροελάχιστη
Μεταφράσεις επεξεργασία
απειροελάχιστος
|