απειλητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απειλητικός < αρχαία ελληνική ἀπειλητικός
Επίθετο επεξεργασία
απειλητικός, -ή, -ό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- απειλητικά
- απειλητικώς
- → δείτε τη λέξη απειλώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
απειλητικός