Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απάχης οι απάχηδες
      γενική του απάχη των απάχηδων
    αιτιατική τον απάχη τους απάχηδες
     κλητική απάχη απάχηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απάχης < γαλλική apache < Apache (Απάτσι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απάχης αρσενικό (θηλυκό απάχισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία