ανύχτωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ανύχτωτος, -η, -ο
- που γίνεται πριν φτάσει η νύχτα
- που δεν έχει νύχτα, που δεν νυχτώνει
- που δεν τον καταβάλλει η νύχτα, ανύσταχτος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανύχτωτος
|