αντρειωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντρειωμένος < μεσαιωνική ελληνική αντρειωμένος / μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αντρειώνομαι
Μετοχή επεξεργασία
αντρειωμένος
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ανδρειωμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντρειωμένος
|